Δοκιμια Essays, Άρθρα Articles


ΚΑΙΡΟΣ ΓΙΑ ΛΟΓΟΔΟΣΙΑ ΤΩΝ ΚΥΒΕΡΝΩΝΤΩΝ ΠΡΟΣ ΤΟ ΣΩΜΑ ΤΩΝ ΠΟΛΙΤΩΝ
Τι ζητούμε λοιπόν, όλοι εμείς οι αγανακτισμένοι, ενεργοί πολίτες από ένα μελλοντικό πολιτικό σύστημα που θα μας αντιπροσωπεύσει επάξια, σε αντίθεση προς το υπάρχον; Εκτός από την αποδόμηση της υπάρχουσας πολιτικής σκηνής και την άμεση απομάκρυνση όλων των συντελεστών της, πρωταγωνιστών και μη στην παρούσα συγκυρία, μια πρόταση θεσμικής αναδιάρθρωσης είναι η ουσιαστική ενίσχυση της δημοκρατίας με την θεσμική εξασφάλιση δικλείδων ασφαλείας έναντι της κρατικής αυθαιρεσίας και διαφθοράς, τα αποτελέσματα της οποίας βιώνουμε όλοι. Μια από τις διαστάσεις της είναι η ενίσχυση της λογοδοσίας των πολιτικών προς τους πολίτες-αντιπροσωπευόμενούς τους.

Ας μιλήσουμε λοιπόν για λογοδοσία, στο επίπεδο των ορισμών, ξεκινώντας γενικότερα από την έννοια αυτής εντός των διαφόρων οργανισμών, επιχειρήσεων κοκ:

H λογοδοσία συνυφαίνεται με την κατοχή και την άσκηση εξουσίας ως δικαιώματος (της εξουσίας) λήψης αποφάσεων, παροχής εντολών προς υφιστάμενα άτομα ή υφιστάμενες ομάδες-θεσμούς και την άσκηση ελέγχου ο οποίος αφορά τη διαπίστωση ότι οι εξουσιαζόμενοι έχουν εκτελέσει αποτελεσματικά και κατά τον προσήκοντα από άποψη νομιμότητας και ηθικής αποδοχής τρόπο τα καθήκοντα που έχουν αναλάβει. Ή άλλως έχουν αποδώσει το έργο που τους έχει ανατεθεί. Υπό την έννοια αυτή λογοδοσία είναι η υποχρέωση του υφισταμένου να γνωστοποιήσει στον προϊστάμενο (άτομο ή θεσμό) την εκτέλεση αυτού του έργου. Ο όρος «λογοδοσία» παίρνει την πραγματική του σημασία με την οποία σήμερα χρησιμοποιείται όταν διαπιστώνονται αποκλείσεις μεταξύ του έργου που αναμένεται να εκτελέσει ο υπόλογος και εκείνου που πραγματικά έχει εκτελέσει. Στην προκειμένη περίπτωση ο υπόλογος είναι αναγκασμένος να αιτιολογήσει τις αποκλείσεις οι οποίες μπορεί να είναι θετικές ή αρνητικές. Στην πρώτη περίπτωση το επιπλέον θετικό αποτέλεσμα μπορεί να προκύπτει από τη θέσπιση -εκ μέρους του προϊσταμένου- εσφαλμένων προτύπων του αναμενομένου να εκτελεσθεί έργου. Στη δεύτερη περίπτωση, ο υπόλογος ενδέχεται να υποστεί δυσάρεστες συνέπειες αν αυτές οφείλονται σε δικά του σφάλματα, παραλείψεις, ολιγωρία, υστεροβουλία κλπ.

Στα πλαίσια της δημόσιας διοίκησης ο όρος λογοδοσία χρησιμοποιείται για να εκφράσει την υποχρέωση και τις ευθύνες που αναλαμβάνει ένα άτομο όταν του ανατίθεται η διαχείριση χρηματικών κεφαλαίων για την εκτέλεση έργων του δημοσίου (υλικών ή άυλων). Μετά το πέρας του έργου, ο υπόλογος λέγεται ότι αποδίδει λογαριασμό στην προϊσταμένη του αρχή, υπό την έννοια ότι υποβάλλει σε αυτή τελική αναφορά η οποία περιλαμβάνει τον κατάλογο των δαπανών που πραγματοποίησε με συγκεκριμένες και ακριβείς αναφορές στα κατά νόμο απαιτούμενα δικαιολογητικά (συμβάσεις, αποδείξεις πληρωμής κλπ.) που στηρίζουν και αποδεικνύουν κάθε δαπάνη. Η κατά τον τρόπο αυτό θεσμοθετούμενη και διεξαγόμενη λογοδοσία αποβλέπει κυρίως στη διαπίστωση της χρηστής διαχείρισης εκ μέρους του υπολόγου των δημοσίων πόρων.

Στο ειδικότερο πλαίσιο της πολιτικής θεωρίας που αφορά στη δημοκρατική διακυβέρνηση, η λογοδοσία έχει περιγραφεί ως ένα εκ των στοιχείων στα οποία συνίσταται ο πυρήνας της δημοκρατίας, ενώ η αποτελεσματική δημοκρατική λογοδοσία αποτελείται από τέσσερα στοιχεία: την εκλεκτορική λογοδοσία, η οποία νομιμοποιεί την εξουσία, την συνεχή κοινοβουλευτική λογοδοσία των πολιτικών ηγετών σε μια Βουλή αντιπρόσωπων, τη διοικητική λογοδοσία και τη δικαστική ή νομική λογοδοσία.

Εξετάζοντας συστημικά την πολιτική έννοια της λογοδοσίας, διαπιστώνουμε ότι η αντιπροσωπευτική δημοκρατία αποτελεί τον προνομιακό πολιτειακό τόπο εντός του οποίου αρθρώνεται και νοηματοδοτείται η έννοια της δημοκρατικής λογοδοσίας. Η αντιπροσωπευτική δημοκρατία πάλι, αποτελεί την πολιτική λύση προκειμένου να μπορέσει η λαϊκή κυριαρχία να αποτελέσει τη βάση της ισχύος της εξουσίας εντός του κράτους-έθνους. Ωστόσο, η αντιπροσώπευση δημιουργεί πάντοτε κενά και ρήγματα μεταξύ της βούλησης του αντιπροσώπευομένου και της δράσης του αντιπροσώπου, γεγονός που δημιουργεί προβλήματα και ως προς την έννοια της λαϊκής κυριαρχίας καθαυτής.

Πραγματικά, η σχέση μεταξύ αντιπροσώπου και αντιπροσωπευομένου χαρακτηρίζεται από χωρικά κενά που αφορούν

-στην απόσταση που υφίσταται μεταξύ των τόπων όπου οι πολίτες διαβιούν και των τόπων εγκατάστασης της κυβέρνησης

-κενά κλίμακας που χαρακτηρίζονται από την αναλογία των αντιπροσώπων προς τους ψηφοφόρους τους, χρονικά κενά που αφορούν στην νομιμοποίηση και την έγκριση του αντιπροσώπου στο παρελθόν και στην συμπεριφορά του στο παρόν και στο μέλλον

-επιστημολογικά/γνωστικά κενά που συνίστανται στην άγνοια του ψηφοφόρου για το τι πράττει ο αντιπρόσωπος και η άγνοια του αντιπροσώπου για τις ανάγκες, τα συμφέροντα και τους πόθους του αντιπροσωπευόμενου,

-κενά ικανότητας που συνίστανται σε διαφορές ως προς τις ικανότητες προς διακυβέρνηση των αντιπροσώπων

και κενά ταυτότητας, που αφορούν στις διαφορές στην κοινωνική τάξη, τον χαρακτήρα και την εμπειρία.

Τα κενά αυτά δημιουργούν ευκαιρίες στους αντιπροσώπους να καταχραστούν την ισχύ τους και να δημιουργήσουν νόμους που να καταστρατηγούν την ελευθερία των πολιτών που τους έδωσαν την εξουσία, κάτι που συμβαίνει απροκάλυπτα πλέον στην σημερινή συγκυρία της κατ’ όνομα δημοκρατίας που υφιστάμεθα όλοι.

Η κυβερνητική λογοδοσία προς το σώμα των πολιτών αποτελεί τον κυρίαρχο τρόπο να προστατευθεί ο λαός από τέτοιες καταχρήσεις εξουσίας. Θα πρέπει να αποτελέσει ένα μέρος του δημοκρατικού συστήματος ελέγχου εντός του οποίου πιθανές καταχρήσεις εξουσίας αποφεύγονται με το να καθίστανται οι κυβερνώντες εξαρτημένοι από τους πολίτες, παρά το ότι θα έχουν εξασφαλίσει κάποιες αναγκαίες βαθμίδες αυτονομίας ώστε να ενισχύεται η αποτελεσματικότητα. Έτσι προκειμένου να υφίσταται δημοκρατική λογοδοσία, θα πρέπει να γενικευθεί μια περαιτέρω διασύνδεση κυβερνόντων και πολιτών, που θα εισάγει περιορισμούς στην κυβερνητική εξουσία, στοχεύοντας όχι στο να καλύψει πλήρως τα κενά μεταξύ αντιπροσώπων-αντιπροσωπευόμενων, πράγμα ασφαλώς αδύνατον, αλλά τουλάχιστον να τα ρυθμίσει με έναν ικανοποιητικό για την ποιότητα της δημοκρατίας τρόπο.





Αθήνα, 13 Οκτωβρίου 2011

Χριστίνα Φλώρου

Δικηγόρος Αθηνών





Βλέπε και:

Χριστίνα Φλώρου «Αστυνόμευση, Δημοκρατική Λογοδοσία και Ανθρώπινα Δικαιώματα στην ΕΕ», πτυχιακή εργασία στο πλαίσιο του ΠΜΣ Εγκληματολογίας του Παντείου Πανεπιστημίου Αθηνών

Χρήστος Φλώρος, Σύγχρονη Διοικητική των Επιχειρήσεων, Εκδόσεις Σύγχρονη Εκδοτική, Αθήνα 1993, σ. 245-246.

C.Lord, Democracy in the EU, Academic Press, Sheffield, 1998, σ.15, στο: C.Harlow, Accountability in the European Un, ion, New York, 2002, σ.23-24.

Graig T.Borowiak, «Accountability Debates: The Federalists, The Anti-Federalists, and Democratic Deficits», The Journal of Politics, Vol 69, No.4, November 2007, σελ. 998-1014, σ. 998-999.


(πρώτη ανάρτηση στον "ΚΥΝΙΚΟ")


ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ ΟΠΩΣ ΒΟΛΕΥΕΙ

Ξαναδιαβάζοντας ελληνική συνταγματική ιστορία, έπεσα πάνω στην ερμηνεία του άρθρου 21 του συντάγματος του 1864/1911, σύμφωνα με τους θεωρητικούς (συνταγματολόγους) της δικτατορίας του Μεταξά, η οποία αξίζει να μνημονευθεί. Έλεγαν λοιπόν οι σοφές κεφαλές:


«H έννοια του έθνους είναι διάφορος της εννοίας του λαού, νοούμενου ως αριθμητικού απλώς συνόλου και εν πάση περιπτώσει διάφορος της εννοίας του εκλογικού σώματος...Συνεπώς, εφ’όσον…η ουσία της εθνικής θελήσεως δεν έγκειται εις το αριθμητικόν ποσόν, αλλ’ εις το ποιόν των θελήσεων, είναι δυνατόν όπως το άθροισμα των ατόμων ενός ολόκληρου κοινωνικού συνόλου ή της πλειοψηφίας αυτού μη εκφράζη πάντοτε την εθνικήν θέλησιν, εφ όσον αι θελήσεις των αποτελούντων το ποσόν, τούτον ατόμων δεν ενεπενεύσθησαν υπό του εθνικού συμφέροντος, ως είναι εξ άλλου δυνατόν να νοηθή ότι η γενική βούλησις του Έθνους δύναται να εκφρασθή και υπό μειοψηφίας και υφ ενός ακόμη, αρκεί ούτος να έχη διαγνώση το εθνικόν συμφέρον και να εμπνέεται από την ιδέαν της πραγματοποιήσεως αυτού».

Που σημαίνει: δεν έχει σημασία αν η πλειοψηφία του λαού ή και όλος ο λαός δεν συμφωνεί και δεν συναινεί σε κάποιες πολιτικές, εφόσον η θέληση του λαού…μπορεί να μην είναι…ποιοτική..δηλαδή «να μην μπορεί ο λαός να αντιληφθεί το εθνικό συμφέρον», το οποίο εθνικό συμφέρον μπορεί να αντιληφθεί και να ενσαρκώσει μια μειοψηφία, ή ακόμα και ένα άτομο, οπότε..δεν πειράζει αν ο λαός διαφωνεί με τις πράξεις των εντολοδόχων-μειοψηφούντων-εξουσιαστών..γιατί ο λαός μπορεί να μην ξέρει τι του γίνεται, ενώ οι εθνάρχες και εθνοπατέρες σίγουρα ξέρουν καλύτερα…»………

Τώρα, φταίει η διεστραμμένη φαντασία μου που νομίζω ότι αυτή η ρητορική ταιριάζει γάντι με τα εν Ελλάδι σημερινά τεκταινόμενα, ή όντως υπάρχει αναλογία;;;

9/11/2011
(πρώτη ανάρτηση στον "ΚΥΝΙΚΟ")

(το παράθεμα από το Α’ τεύχος του «Εισαγωγή στην Ελληνική Συνταγματική Ιστορία, Ν.Αλιβιζάτος, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, 1981, σ.169)












Χ.Φλώρου, Yποψήφια Σύμβουλος ΔΣΑ, συνδυασμός "Aλλάζουμε Τώρα! Δικηγόροι 2011"

Ο ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ ΩΣ ΥΠΕΡΑΣΠΙΣΤΗΣ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ ΤΗΣ ΑΥΤΟΝΟΜΙΑΣ ΚΑΙ ΩΣ ΥΠΕΡΜΑΧΟΣ ΤΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ


Σε πολλές συζητήσεις μεταξύ συναδέλφων, τόσο παλαιότερα αλλά και ιδίως τώρα τελευταία, έχω ακούσει διάφορες θεωρίες για το ρόλο του δικηγόρου εντός της κοινωνίας. Το πιο δυσοίωνο που άκουσα από νέο και ιδιαιτέρως ευφυή συνάδελφο και διδάκτορα, είναι ότι έχουμε καταντήσει «διεκπεραιωτές δικονομικών υποθέσεων». Κατανοώ την άποψή του. Η συνολική κατάσταση του επαγγελματικού μας κλάδου δυστυχώς, με ιδιαίτερη ευθύνη των ταγών, αλλά και του καθενός μας προσωπικά, επιτρέπει και νομιμοποιεί μια τέτοια οπτική, μεταξύ πολλών άλλων δυσοίωνων και καταθλιπτικών διατυπώσεων επί του θέματος. Ενόψει των παραπάνω, και της δύσκολης πολιτικοοικονομικής συγκυρίας που μαστίζει τη χώρα μας, με εμάς τους δικηγόρους να βρισκόμαστε στην πρώτη γραμμή των μαχών, θεώρησα χρήσιμο να θυμίσω σε όλους μας αλλά και σε εμένα την ίδια μια μάλλον λησμονημένη οπτική περί του επαγγέλματός μας, οπτική που πιστεύω ότι χρειάζεται να ξανατονιστεί ιδιαιτέρως σήμερα:

Ο ρόλος του δικηγόρου χαρακτηρίζεται από μια σύνθετη στάση απέναντι στην έννομη τάξη: από τη μια πλευρά, υπεραμύνεται της έννομης τάξης κι από την άλλη τη θέτει υπό αμφισβήτηση. Αυτός ο ρόλος του δικηγόρου μπορεί να ονομαστεί και να θεωρηθεί «κριτικός», υπό την έννοια ότι αξιολογεί το κοινωνικό περιβάλλον και επενεργεί αναμορφωτικά επ’ αυτού αντί να εναρμονίζεται παθητικά προς αυτό. Με άλλα λόγια, εξ ορισμού, από την ίδια του την ύπαρξη, το δικηγορικό επάγγελμα καλεί συνεχώς την έννομη τάξη να δικαιολογήσει την ύπαρξή της και να αποδείξει την αξία της υπέρ του ανθρώπου που της προσφέρει την υπακοή του. Ο δικηγόρος, ενεργώντας ως ο υποστηρικτής του λόγου καθενός μέλους προσωπικά των κοινωνικών εταίρων, προάγει την κριτική στάση απέναντι στην έννομη τάξη και καθίσταται έτσι υπερασπιστής της κοινωνίας της αυτονομίας και προαγωγός της ελευθερίας. Ο αρχετυπικός φορέας αυτού του κριτικού πνεύματος απέναντι στην έννομη τάξη υπήρξε ο Σωκράτης όπως αναδεικνύεται μέσα από τον Πλατωνικό διάλογο Κρίτων.

Ο Σωκράτης εισηγείται τον σεβασμό προς την έννομη τάξη:

«τόσο εν καιρώ πολέμου, όσον και ενώπιον των δικαστηρίων, και γενικώς παντού πρέπει να εκτελείς όσα η πόλη και η πατρίδα σε διατάσσει» (Πλάτων, Κρίτων, 51b-c).

Όμως η θεωρία του Σωκράτη περί του σεβασμού προς την έννομη τάξη δεν στερείται κριτικού πνεύματος, με άλλα λόγια, δεν είναι απροϋπόθετη. Υποστηρίζει την υπακοή του πολίτη προς την έννομη τάξη υπό την προϋπόθεση ότι η έννομη τάξη υφίσταται για να εξυπηρετεί το καλό του πολίτη και εδράζεται επί της ελεύθερης βούλησης του πολίτη. Έτσι, οι νόμοι φαίνονται στον Σωκράτη να λέγουν:

«συμφώνησες και συνομολόγησες [να μας υπακούς], όχι γιατί τάχα σε εξαπατήσαμε, ούτε γιατί ασκήσαμε βία πάνω σου· κι ούτε είχες στη διάθεσή σου μικρό χρόνο για περίσκεψη· [είσαι εδώ] εβδομήντα χρόνια, στη διάρκεια των οποίων είχες δικαίωμα να εγκαταλείψεις τη χώρα, αν είχες τη γνώμη ότι σ’ εξαπατήσαμε και πως δεν ήταν δίκαιες οι συμφωνίες μας» (Πλάτων, Κρίτων, 52d-e).

Συνεπώς, ο πολίτης υποτάσσεται στους νόμους ως αντιπαροχή προς τις παροχές που συμφωνείται να του προσφέρει η αντισυμβαλλόμενη κρατική εξουσία. Σε αυτό το πλαίσιο, οι νόμοι ανταποδίδουν προς τους πολίτες που τους σέβονται μια σειρά αγαθών τα οποία δικαιολογούν τον σεβασμό προς τους νόμους. Συγκεκριμένα, τα αγαθά που προσφέρουν οι νόμοι προς τους πολίτες συνίστανται στις ακόλουθες δεσμεύσεις της κρατικής εξουσίας και στα ακόλουθα δικαιώματα των πολιτών τόσο έναντι της κρατικής εξουσίας όσο και έναντι των συμπολιτών τους:

(1) Το δικαίωμα κάποιου να αναπτύξει την προσωπικότητά του, με σκοπό την ευδαιμονία, αντί να εξαθλιώνεται και να σβήνει η προσωπικότητά του μέσα σε μίζερες οικονομικές διαδικασίες:

«ου το ζήν (...) αλλά το εύ ζήν» (Πλάτων, Κρίτων, 48 b).

(2) Το δικαίωμα κάποιου να εκφράζει και να διαδίδει τις σκέψεις του, καθώς και να δρα στο πλαίσιο των δημοκρατικών διαδικασιών άσκησης της εξουσίας, με σκοπό να συμβάλλει στην αλλαγή και βελτίωση της έννομης τάξης:

«δυοίν θάτερα, ή πείθειν ημάς ή ποιείν» (Πλάτων, Κρίτων, 52a), «ά αν κελεύη, και πάσχειν, εάν τι προστάττη παθείν» (Πλάτων, Κρίτων, 51b).

(3) Το δικαίωμα να μπορεί κάποιος να απολαμβάνει τα αγαθά του πολίτη ελεύθερης πολιτείας, και ιδίως να έχει ελεύθερη πρόσβαση στη μόρφωση και στην καλλιέργειά του, και ακόμη να μπορεί να απολαμβάνει τα αγαθά του παιδιού μέσα σε προστατευόμενη από τους νόμους οικογένεια:

«ημείς γαρ σε γεννήσαντες, εκθρέψαντες, παιδεύσαντες, μεταδόντες απάντων ών οίοι τ' ήμεν καλών σοι και τοις άλλοις πάσιν πολίταις» (Πλάτων, Κρίτων, 51c-d).

(4) Το δικαίωμα της ελεύθερης μετακίνησης, εγκατάστασης και μετεγκατάστασης εντός και εκτός της χώρας:

«έχουμε δεσμεύσει τις δημόσιες αρχές να επιτρέπουν σε κάθε Αθηναίο, που θα το ήθελε, αφού προηγουμένως εκπαιδευθεί και γνωρίσει τις υποθέσεις της πολιτείας μας και εμάς τους νόμους, αν δεν του αρέσουμε, να συναποκομίσει την περιουσία του και να φύγει όπου θέλει στις αποικίες, αφού εμείς και η πολιτεία μας δεν του αρέσουμε, να είναι ελεύθερος να μετοικήσει αλλού, οπουδήποτε θέλει να πάει, συναποκομίζοντας και την περιουσία του» (Πλάτων, Κρίτων, 51d).

(5) Το δικαίωμα ειρηνικής απόλαυσης της προσωπικής περιουσίας εντός και εκτός της χώρας:

«έχοντα τα αυτού» (Πλάτων, Κρίτων, 51d).

Οι Ηλιαστές, πριν αναλάβουν τα δικαστικά τους καθήκοντα ορκίζονταν μεταξύ άλλων:

«δέν θα δώσω ψήφο [...] ούτε για κατάργηση ιδιωτικών χρεών, ούτε για αναδασμό του εδάφους, ούτε [για δήμευση] των σπιτιών» (Δημοσθένης, Κατά Τιμοκράτους, 149).

(6) Το δικαίωμα ήπιας και αξιοπρεπούς μεταχείρισης από τα όργανα της κρατικής εξουσίας:

«κατ’ εφαρμογή όσων εμείς ορίζουμε, όμως να εκτελούν τις προσταγές μας δίχως αγριότητες» (Πλάτων, Κρίτων, 52a),

και ο Δημοσθένης συμπληρώνει:

«έτσι που να διάκεισθε με επιείκεια, καταδικάζοντας μεν, αλλά επιβάλλοντας μικρή ποινή» (Δημοσθένης, Κατά Τιμοκράτους, 218).

Η αυτοδέσμευση της έννομης τάξης να σέβεται και να προστατεύει τα δικαιώματα του πολίτη, να αποτελεί, σε τελευταία ανάλυση ικανό και χρήσιμο υπηρέτη του ανθρωπίνου προσώπου, είναι ο αναγκαίος όρος για να ισχύει η υποχρέωση του πολίτη να υποτάσσεται στους νόμους. Αυτό είναι το θεμέλιο της δικαιοκρατούμενης πολιτείας την οποία καλείται να υπηρετεί και να προασπίζεται ο δικηγόρος.